- νουμηνίας
- νουμηνίᾱς , νουμηνίαnew moonfem acc plνουμηνίᾱς , νουμηνίαnew moonfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
MAGNA Dies — apud Ioannem c. 19. v. 31. ubi de Parasceve, Η῏ν γὰρ μεγάλη ἡ ἠμέρα ἐκείνου τοῦ ςαββάτου, Erat enim magna dies illius Sabbathi, nihil aliud quam Festum notat: non vero praerogativam aliquam Parasceves prae reliquis necessariô infert, ut quidam… … Hofmann J. Lexicon universale
ιερονουμηνία — ἱερονουμηνία, ἡ (Α) η γιορτή τής νουμηνίας, τής νέας σελήνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + νουμηνία «νέα σελήνη»] … Dictionary of Greek
νουμήνιος — (numenius arquata). Καλοβατικό πτηνό της οικογένειας των Σκολοπακιδών της τάξης των χαραδριομόρφων. Φτάνει σε συνολικό μήκος 70 εκ. με άνοιγμα πτερύγων 1,20 μ.· είναι προικισμένο με λεπτό και κυρτό προς τα κάτω ράμφος, μήκους περίπου 18 εκ. Το… … Dictionary of Greek